βασιλική

βασιλική
Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων, τοποθετημένο συνήθως στην άκρη της αγοράς, τόπος δημόσιων συγκεντρώσεων, εμπορικών συναλλαγών και απονομής της δικαιοσύνης. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η ρωμαϊκή β. είναι εξέλιξη της Βασιλείου Στοάς της αρχαίας Αθήνας. Το σχήμα της ήταν ορθογώνιο, χωριζόταν σε τρία ή περισσότερα τμήματα με σειρές κιονοστοιχιών που υποβάσταζαν τη στέγη και η είσοδός της βρισκόταν σε μία από τις μακρές ή στενές πλευρές. Β. άρχισαν να χτίζονται στη Ρώμη από τον 2ο αι. π.Χ. Η Πορκία β. της Ρώμης της εποχής αυτής δεν σώζεται, διατηρείται όμως σε σχετικά καλή κατάσταση η β. της Πομπηίας (περ. 120 π.Χ.). Τον 1ο αι. μ.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρ έχτισε στην αγορά της Ρώμης την Ιουλία β. Αργότερα, εκτός των δημόσιων, κατασκευάζονταν β. ανακτορικές και ιδιωτικές. χριστιανική β. Η προέλευση της χριστιανικής β. είναι αβέβαιη, δεν αποκλείεται όμως να συνδέεται, για λόγους λειτουργικούς και συμβολικούς, με τη μεγάλη αίθουσα των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών ανακτόρων. Ως αρχιτεκτονικός τύπος εμφανίζεται εντελώς διαμορφωμένη κατά τον 4ο αι. μ.Χ., όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος ανακήρυξε τον χριστιανισμό επίσημη θρησκεία του ρωμαϊκού κράτους και ίδρυσε επιβλητικές β. σε όλη την επικράτεια. Οι β. διακρίνονται σε κοιμητηριακές, σε β. χτισμένες επάνω στον τάφο ενός μάρτυρα (Αγίου Πέτρου, Αγίου Παύλου, Αγίου Λαυρεντίου στη Ρώμη, Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη), σε ενοριακές (Αγίων Ιωάννη και Παύλου στη Ρώμη) και σε β. κατασκευασμένες για ειδικούς σκοπούς, ακόμα και αναμνηστικούς (β. της Γέννησης στη Βηθλεέμ, της Ανάστασης στην Ιερουσαλήμ). Αν και στις διάφορες ελληνορωμαϊκές χώρες οι τύποι των β. παρουσιάζουν ιδιομορφίες που οφείλονται στα τοπικά οικοδομικά υλικά και στις ιδιαίτερες κατασκευαστικές συνήθειες, ακολουθείται πάντοτε ένα βασικά ομοιογενές αρχιτεκτονικό σχήμα. Το κύριο σώμα της β. ήταν ένας μεγάλος ορθογώνιος χώρος κατανεμημένος με σειρές κιόνων σε τρία ή περισσότερα κλίτη, ή δρόμους, διευθυνόμενα από τον δυτικό στον ανατολικό τοίχο. Το μεσαίο κλίτος ήταν πλατύτερο και ψηλότερο από τα πλάγια, φωτιζόταν στο επάνω μέρος με παράθυρα και κατέληγε στη μεγάλη ημικυκλική αψίδα του ιερού βήματος, ενώ οι καταλήξεις των πλάγιων κλιτών στα πλευρά του βήματος ήταν συχνά διαμορφωμένες σε μικρότερα διαμερίσματα που ονομάζονταν παστοφόριαγαζοφυλάκια και χρησίμευαν ως βοηθητικοί χώροι της τελετουργίας και τόποι φύλαξης των σκευών και των χρημάτων του ναού. Επάνω από τα πλάγια κλίτη υπήρχε, ιδίως στις ανατολικές χώρες, ένα υπερώο, ο γυναικωνίτης. Πολλές β. μεγάλων διαστάσεων είχαν στο ανατολικό τμήμα και ένα εγκάρσιο κλίτος, που σχημάτιζε ορθή γωνία με τα άλλα και προεκτεινόταν κάποτε πέρα από τους πλευρικούς τοίχους, δίνοντας στον ναό σχήμα σταυρού. Τη θέση του κλίτους αυτού όριζε ένα τόξο μπροστά από το ιερό, το θριαμβικό τόξο, συχνά ωραιότατα διακοσμημένο (Παναγία η Μείζων, Ρώμη). Το ιερό βήμα, χώρος που προοριζόταν μόνο για το ιερατείο, ήταν υπερυψωμένο και χωριζόταν από τον υπόλοιπο ναό με χαμηλό κιγκλίδωμα ή με μαρμάρινο φράγμα από εναλλασσόμενα ανάγλυφα θωράκια και μικρούς πεσσούς (ωραιότατα δείγματα θωρακίων βρέθηκαν στη β. Α των θεσσαλικών Θηβών κοντά στον Βόλο). Στο κέντρο του ιερού ήταν τοποθετημένη η Αγία Τράπεζα, ή θυσιαστήριον, που στεγαζόταν με κουβούκλιο, το κιβώριον, και έκλεινε με παραπέτασμα, το βήλον. Γύρω της, στο ημικύκλιο της κόγχης του ιερού, υπήρχε το σύνθρονον, τα εδώλια δηλαδή των ανώτερων κληρικών σε αμφιθεατρική διάταξη, με τον ψηλό αρχιεπισκοπικό θρόνο στη μέση (χαρακτηριστικό δείγμα σώζεται στην Καταπολιανή της Πάρου). Η κάλυψη των β. γινόταν κατά κανόνα με ξύλινη στέγη, αμφικλινή στο μεσαίο και επικλινή στα πλάγια κλίτη, ορατή από το εσωτερικό του ναού ή κλεισμένη με οροφή. Στην Ανατολή όμως (Μικρά Ασία, Συρία) επικράτησε η στέγαση των κλιτών με καμάρες. Εμπρός από την είσοδο της β. υπήρχε πάντοτε μια μεγάλη τετράγωνη ακάλυπτη αυλή, το αίθριον, που είχε στοές στις τέσσερις πλευρές και στη μέση τη φιάλη, την κρήνη των καθαρμών. Η τέταρτη στοά του αιθρίου, η ανατολική, ήταν συνήθως διαμορφωμένη σε κλειστό επιμήκη προθάλαμο, τον νάρθηκα, τόπο παραμονής των κατηχουμένων και των μετανοούντων, που επικοινωνούσε με τον κυρίως ναό. Ως πυρήνας θρησκευτικός και κοινωνικός, η β. είχε για τις ποικίλες δραστηριότητές της και διάφορα προσαρτήματα· κατηχουμενείο, βαπτιστήριο, ξενώνες, φιλανθρωπικά διαμερίσματα για την περίθαλψη των φτωχών, των αρρώστων, των ορφανών, κατοικίες κληρικών και άλλα. Η β. ήταν γενικά ένας οικοδομικός οργανισμός σχετικά απλός, που για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν και αρχιτεκτονικά στοιχεία από παλαιότερα κτίσματα (κίονες, κιονόκρανα κ.ά.). Είναι όμως και μία από τις ωραιότερες αρχιτεκτονικές μορφές γιατί φέρει μεγάλο διακοσμητικό πλούτο: ψηφιδωτά, γυψώσεις, ορθομαρμαρώσεις, μαρμαροθετήματα, διαφανή αλάβαστρα στα παράθυρα και διάφορα πολυτελή υλικά. Ως αρχιτεκτονικός τύπος ανταποκρίνεται στον παραδεισιακό συμβολισμό και εκφράζει την ιδέα της Ουρανίου Ιερουσαλήμ. Από τις παλαιότερες β. της εποχής του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ελάχιστες σώζονται. Οι περισσότερες είναι γνωστές από περιγραφές εκκλησιαστικών συγγραφέων ή έχουν αποκαλυφθεί με ανασκαφές. Τα ιερότερα μνημεία της χριστιανοσύνης, οι κωνσταντίνειες β. των Αγίων Τόπων, ο ναός της Ανάστασης στην Ιερουσαλήμ, της Ανάληψης στο Όρος των Ελαιών, της Γέννησης στη Βηθλεέμ έχουν επανειλημμένα ανοικοδομηθεί και η σημερινή μορφή τους είναι εντελώς διαφορετική από την αρχική. Οι μεγάλες και σημαντικότατες παλαιοχριστιανικές β. της Συρίας, της Μικράς Ασίας και της βόρειας Αφρικής δεν διασώζουν παρά επιβλητικά ερείπια ή ανασκαφικά ίχνη. Από τις εκκλησίες της ίδιας εποχής, στην Κωνσταντινούπολη παραμένει μόνο η ερειπωμένη β. του Ιωάννη του Βαπτιστή (463), καθολικό της μονής του Στουδίου, ενώ οι β. της Αγίας Σοφίας, της Αγίας Ειρήνης και των Αγίων Αποστόλων κάηκαν στην πυρκαγιά της στάσης του Νίκα (532) και ανοικοδομήθηκαν σε σχέδια τρουλωτών ναών. Η συμβολή της κυρίως Ελλάδας στην παλαιοχριστιανική ναοδομία αρχίζει από τον 5o αι. και τεκμηριώνεται από τα ελάχιστα σωζόμενα μνημεία και τα ευρήματα των ανασκαφών. Τρεις παλαιοχριστιανικές β. υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα: ο ναός της Αχειροποιήτου (ή Αγίας Παρασκευής) του 5ου αι. στη Θεσσαλονίκη που διατηρείται σχεδόν ανέπαφος στην αρχική του μορφή· η πεντάκλιτη β. του Αγίου Δημητρίου των αρχών του 5ου αι., επίσης στη Θεσσαλονίκη, αναστηλωμένη μετά τις επανειλημμένες καταστροφές της, και η β. της Αγίας Παρασκευής στη Χαλκίδα του τέλους του 5ου ή των αρχών του 6ου αι., μετασκευασμένη μετά την άλωση της πόλης από τους Φράγκους σε εκκλησία καθολικού δόγματος, σε πολλά σημεία γοτθικής μορφής. Αλλά ο κύριος όγκος των κτισμάτων της εποχής αυτής, εντελώς ερειπωμένος από τις διάφορες περιπέτειες της χώρας, αναφαίνεται όσο προχωρούν οι ανασκαφικές εργασίες. Έτσι έχει ανευρεθεί πλήθος β. στα κέντρα της εθνικής λατρείας, στις αρχαίες μεγάλες πόλεις και στα νησιά, όπως το σημαντικότατο συγκρότημα της πεντάκλιτης β. της Επιδαύρου, οι β. της Δωδώνης, της Ελευσίνας, των Δελφών και της Δήλου, η β. του Ιλισσού στην Αθήνα με το υπόγειο μαρτύριο του επισκόπου Λεωνίδη, της Βέροιας, της Κορίνθου, της Κρήτης, της Κέρκυρας, της Αίγινας, της Λέσβου και των δύο παλαιοχριστιανικών πόλεων των θεσσαλικών Θηβών (σημερινή Νέα Αγχίαλος Βόλου) και της Νικόπολης της Ηπείρου, καθώς και πολλές άλλες. Κυριότερες β. στη Ρώμη είναι οι πεντάκλιτες των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, του Ιωάννη του Προδρόμου στο Λατερανό και οι τρίκλιτες της Παναγίας της Μείζονος (Santa Maria Maggiore), η διπλή β. του Αγίου Κλήμεντος, η β. της Αγίας Σαβίνης (αρχές 5ου αι.), της Αγίας Αγνής κ.ά. Πασίγνωστες επίσης για τις θαυμάσιες διακοσμήσεις τους των χρόνων του Ιουστινιανού είναι οι δύο β. του 6ου αι. στη Ραβένα, ο Άγιος Απολλινάριος ιν Κλάσε και ο Άγιος Απολλινάριος ο Νέος. Από τον 5o αι., ενώ στη Δύση το πατροπαράδοτο σχήμα της β. διατηρείται, στην Ανατολή αρχίζει να μεταβάλλεται ουσιαστικά. Στη Μικρά Ασία τοποθετείται ένας τρούλος επάνω από το μεσαίο κλίτος, που σπάζει τη μοναδική κατά μήκος κατεύθυνση του ναού, προσθέτοντας στον αρχικό άξονα έναν δεύτερο, τον κατακόρυφο άξονα του τρούλου. Η διαφοροποίηση αυτή αλλάζει τελείως το συμβολικό και αισθητικό νόημα της χριστιανικής εκκλησίας, δίνει αφορμή σε νέες αρχιτεκτονικές παραλλαγές και διακοσμητικές προσαρμογές και δημιουργεί τον βυζαντινό ναό. Η τελειότερη έκφραση τρουλαίας β. είναι ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη (532-537), έργο των αρχιτεκτόνων Ανθέμιου και Ισίδωρου. Πολύ αργότερα και στη Δύση, η ρομανική αρχιτεκτονική αντικατέστησε την ξυλόστεγη κάλυψη των β. με χτιστή θολωτή, λύση που χρησιμοποιήθηκε αρκετά συχνά και κατά την Αναγέννηση. Με την πάροδο του χρόνου, οι β. όχι μόνο γίνονται σπανιότερες, ιδιαίτερα στις βυζαντινές περιοχές, αλλά μετατρέπουν και πολλά άλλα στοιχεία στην εσωτερική τους διάταξη. Το σύνθρονο καταργείται, ο επισκοπικός θρόνος μεταφέρεται έξω από το ιερό και τοποθετείται στη δεξιά πλευρά του κεντρικού κλίτους, το χαμηλό τέμπλο του ιερού υψώνεται περισσότερο, τα βαπτιστήρια από την εισαγωγή του νηπιοβαπτισμού δεν κατασκευάζονται πια, οι νάρθηκες, μην έχοντας ουσιαστικό λόγο ύπαρξης, δεν είναι απαραίτητοι στο κτίριο, το αίθριο και η φιάλη παραλείπονται εντελώς. Ακόμα και ο όρος β. έχει αποκτήσει στην καθολική εκκλησία μια έννοια ευρύτερη από την καθαρά αρχιτεκτονική και σημαίνει εκκλησία που έχει ορισμένα ειδικά προνόμια, είτε με παπική απόφαση είτε από παλιό έθιμο. Έτσι, κάθε μεγάλος ναός, σημαντικός για την ιστορία και την τέχνη του, μπορεί άσχετα από το σχήμα του να διεκδικήσει τον τίτλο της ελάσσονος (minor) β., ενώ τον τίτλο της μείζονος (major) κατέχουν ελάχιστες πραγματικές και ιερότατες β. (Άγιος Ιωάννης του Λατερανού, Παναγία η Μείζων κ.ά.). Η τρουλαία βασιλική της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, αριστούργημα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής της εποχής του Ιουστινιανού, έργο των αρχιτεκτόνων Ανθέμιου και Ισίδωρου (φωτ. Igda). Η πεντάκλιτη βασιλική του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη, μία από τις τρεις παλαιοχριστιανικές βασιλικές που έχουν σωθεί στην Ελλάδα. Το αρχικό κτίσμα ανάγεται στον 5ο αι. (φωτ. Λυκίδη). Η Ιουλία βασιλική στην αγορά της αρχαίας Ρώμης. Η βασιλική της Αγίας Σαβίνας στη Ρώμη, τυπικό δείγμα παλαιοχριστιανικής βασιλικής, που χτίστηκε τον 5o αι. Η βασιλική του Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης, όπως είναι σήμερα. Στο πέρασμα των αιώνων υπέστη πολλές μεταβολές και καταστροφές, με τελευταία μεγαλύτερη την πυρκαγιά του 1917.
* * *
η
βλ. βασιλικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Βασιλική — Sp Vasilikė Ap Βασιλική/Vasiliki L C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • βασιλική — η τύπος χριστιανικού ναού: Στη Θεσσαλονίκη, η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου είναι το αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα βασιλικής με πέντε κλίτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βασιλικῇ — βασιλικός royal fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλική — βασιλικός royal fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλική αγωγή — Σύγγραμμα του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ του Παλαιολόγου (1347 1424). Ο πλήρης τίτλος του είναι: Μανουήλ του Παλαιολόγου, του ευσεβεστάτου και φιλοχρήστου βασιλέως, προς τον υιόν αυτού και βασιλέα Ιωάννην τον Παλαιολόγον, υποθήκαι… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Βασιλική — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 177 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χάλκειας …   Dictionary of Greek

  • Ηλιοπούλου, Βασιλική — (1948 –). Σκηνοθέτης. Σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου. Γύρισε ταινίες μικρού μήκους και σειρές ντοκιμαντέρ της κρατικής τηλεόρασης. Οι ταινίες της Το πέρασμα (1989) και Με μια κραυγή (1995) διακρίνονται από λιτότητα και ευαισθησία …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Βασιλική — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 261 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στη βόρεια ακτή του Πατραϊκού κόλπου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χαλκείας …   Dictionary of Greek

  • Καπετίδες — Βασιλική δυναστεία της Γαλλίας. Η απευθείας κληρονομική γραμμή διαδοχής της βασίλευσε αρχικά από το 888 έως το 987, εναλλασσόμενη με τους τελευταίους Καρολίγγειους, και έπειτα αδιάκοπα από το 987 έως το 1328. Ιδρυτής της δυναστείας ήταν ο… …   Dictionary of Greek

  • Λουξεμβούργου, οίκος του- — Βασιλική οικογένεια της Ευρώπης. Έλαβε την ονομασία της από τον πύργο Λίτσελμπουργκ, ο οποίος βρισκόταν στο δουκάτο της Λορένης. Ο πρώτος που έλαβε το όνομα αυτό ήταν ο Ζίγκφριντ, το 963, πρώτος κόμης του Λουξεμβούργου. Η γραμμή αρρενογονίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”